χειρόχτι

χειρόχτι
το перчатка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χειρόχτι" в других словарях:

  • χειρόχτι — το, Ν βλ. χειρόκτιο …   Dictionary of Greek

  • γάντι — Δερμάτινο, πλεκτό ή υφασμάτινο κάλυμμα του χεριού (συνήθως χωρισμένο σε πέντε δάχτυλα) που φοριέται για να το προστατεύει από το κρύο, την επαφή με ακάθαρτα πράγματα ή μόνο για κομψότητα. Το χρησιμοποιούσαν από την αρχαιότατη εποχή στην Αίγυπτο… …   Dictionary of Greek

  • χειρόκτιο — το / χειρόρτιον, ΝΜ, και χερόκτι και χειρόχτι Ν, και χερόρτι Μ προστατευτικό ή καλλωπιστικό περίβλημα τού χεριού, κατασκευασμένο από δέρμα ή ύφασμα, γάντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. χειρόρτιον < χειρ(ο) * + ἀρτάριον «είδος υποδήματος» (πρβλ. και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»